κονσομασιόν

κονσομασιόν
η
1. κατανάλωση ποτών και φαγητών ιδιαίτερα σε δημόσια κέντρα
2. η πληρωμένη γυναικεία συντροφιά σε τέτοιους χώρους, που αποβλέπει στη μεγάλη κατανάλωση ποτών και φαγητών προς όφελος τού καταστηματάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. consummation < λατ. consummatio].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κονσομασιόν — η (άκλ., λ. γαλλ.) 1. η κατανάλωση ποτών ή φαγητών σε κέντρα διασκέδασης. 2. η πληρωμένη γυναικεία συντροφιά σε τέτοιους χώρους: Το καμπαρέ έχει πέντε κοπέλες για κονσομασιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”