- κονσομασιόν
- η1. κατανάλωση ποτών και φαγητών ιδιαίτερα σε δημόσια κέντρα2. η πληρωμένη γυναικεία συντροφιά σε τέτοιους χώρους, που αποβλέπει στη μεγάλη κατανάλωση ποτών και φαγητών προς όφελος τού καταστηματάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. consummation < λατ. consummatio].
Dictionary of Greek. 2013.